- προνοητικῇ
- προνοητικόςprovidentfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προνοητική — προνοητικός provident fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητικός — ή, ό αυτός που προνοεί, ο προβλεπτικός, που φροντίζει έγκαιρα: Χωρίς προνοητική διοίκηση δεν υπάρχει καλή οργάνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)